- υπόστυφος
- η , ο [ος , ον ] слегка терпкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπόστυφος — η, ο / ὑπόστυφος, ον, ΝΜΑ [στυφός] λίγο στυφός … Dictionary of Greek
υποστύφω — ΜΑ (μτβ.) καθιστώ κάτι κάπως πηχτό αρχ. 1. (αμτβ.) είμαι υπόστυφος («ἔχει δὲ καρπὸν καὶ τοῡτο στρογγύλον, βρώσιμον, ὑποοτύφοντα», Διοσκ.) 2. (μτβ.) επιφέρω στυφή γεύση («οὖλα θ ὑποστύφει χολόεν ποτόν», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στύφω… … Dictionary of Greek